Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μισθοδοσία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισθοδοσία η [misθoδosía] Ο25 : πληρωμή του μισθού σε κπ.: Έναρξη / διακοπή της μισθοδοσίας ενός υπαλλήλου.

[λόγ. < αρχ. μισθοδοσία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go