Παράλληλη αναζήτηση
| 104 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικροφίλμ το [mikrofílm] Ο (άκλ.) : φωτογραφικό φιλμ σε μορφή ρολού ή ταινίας, το οποίο περιέχει μια σειρά από μικροαντίγραφα: Πολύτιμα έγγραφα / βιβλία σε ~.
[λόγ. < αγγλ. (ή μέσω του γαλλ.) microfilm (micro- = μικρο- 1)]
- μικροφωνίζω [mikrofonízo] Ρ2.1α : προκαλώ μικροφωνισμό: Ο τηλεπαρουσιαστής παρακάλεσε τον ακροατή να χαμηλώσει την ένταση της τηλεόρασης, γιατί μικροφώνιζε.
[λόγ. μικροφων(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]
- μικροφωνικός -ή -ό [mikrofonikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μικρόφω νο: Mικροφωνικές εγκαταστάσεις.
[λόγ. < γαλλ. micro phonique < micro phon(e) = μικρόφων(ον) -ique = -ικός]
- μικροφωνισμός ο [mikrofonizmós] Ο17 : φαινόμενο κατά το οποίο η έξοδος ενός ενισχυτή επηρεάζει την είσοδο του ίδιου ενισχυτή, προκαλώντας παράσιτα στον ήχο: Tα μεγάφωνα δημιούργησαν μικροφωνισμό στα μικρόφωνα. || ο ήχος που παράγεται από αυτό το φαινόμενο.
[λόγ. μικρόφων(ον) -ισμός απόδ. γαλλ. effet micro phonique]
- μικρόφωνο το [mikrófono] Ο42 : συσκευή που μετατρέπει τα ηχητικά κύματα σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις, οι οποίες κατόπιν μπορούν να μετατραπούν πάλι σε ήχο από το μεγάφωνο: Mιλάει / τραγουδάει στο ~. Ελάτε, σας παρακαλώ, στο ~. || (τεχνολ.): ~ άνθρακα. Kρυσταλλικό / μαγνητικό ~. Aσύρματο ~.
[λόγ. < γαλλ. micro phone < micro- = μικρο- 1 + αρχ. φων(ή) -ον (σημασιολογικά σφαλερός σχηματισμός· σύγκρ. ελνστ. μικρόφωνος `με αδύνατη φωνή΄)]
- μικροφωτογραφία η [mikrofotoγrafía] Ο25 : φωτογραφία πολύ μικρών διαστάσεων.
[λόγ. < αγγλ. microphotograph < micro- = μικρο- 1 + photo graph = φωτογραφία]
- μικροχαρά η [mikroxará] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : χαρά για πράγματα κοινά, καθημερινά: Οι μικροχαρές της ζωής.
[λόγ. μικρο- 1 + χαρά]
- μικροχειρουργική η [mikroxirurji
í] Ο29 : σύνολο τεχνικών που εφαρμόζονται στη χειρουργική και που εκτελούνται με τη βοήθεια μικροσκοπίου. [λόγ. μικρο- 1 + χειρουργική μτφρδ. γαλλ. microchirurgie (micro- = μικρο- 1)]
- μικροψυχία η [mikropsixía] Ο25 : η ιδιότητα του μικρόψυχου. ANT μεγαλοψυχία. || η μικρόψυχη πράξη.
[λόγ. < αρχ. μικροψυχία]
- μικροψυχία η.
-
- α) Έλλειψη ψυχικής δύναμης, λιποψυχία:
- (Καλλίμ. 1533)·
- β) έλλειψη γενναιότητας, δειλία:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 93)·
- γ) απογοήτευση, αποκαρδίωση:
- πλάκας τας θεογράφους Μωσής … έρριψε και συνέτριψεν από μικροψυχίας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 40).
[αρχ. ουσ. μικροψυχία. Η λ. και σήμ.]
- α) Έλλειψη ψυχικής δύναμης, λιποψυχία:



