Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μικροπαντρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροπαντρεύω [mikropandrévo] -ομαι Ρ5.2 : παντρεύω κπ. σε ηλικία μικρότερη από τη συνηθισμένη ή γενικά μικρή.

[μικρο- 1 + παντρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες