Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μιαουρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μιαουρίζω· μιαγουρίζω.
  • Νιαουρίζω·
    • (εδώ μεταφ.) κλαψουρίζω:
      • οι έτεροι εμιαούριζαν λέγοντες: «Τι ποιήσωμεν οι ελεεινοί;» (Σπανός A 193).

[<ηχοπ. λ. <φωνή μιάου + κατάλ. ‑ρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες