Παράλληλη αναζήτηση
| 1.457 εγγραφές [291 - 300] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαγχολία η.
-
- Λύπη, στενοχώρια:
- (Γλυκά, Στ. 273).
[αρχ. ουσ. μελαγχολία. Η λ. και σήμ.]
- Λύπη, στενοχώρια:
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαγχολικός, επίθ.· μελαχολικός.
-
- 1) Που έχει δεχθεί έκχυση χολής:
- (Ιατροσ. κώδ. πέ).
- 2) Που έχει μελαγχολική ιδιοσυγκρασία, βαρύθυμος, σκυθρωπός:
- μη συνδιατρίβετε με … μελαγχολικούς ανθρώπους (Σοφιαν., Παιδαγ. 120).
- Το ουδ. πιθ. ως ουσ. = ασθένεια που προέρχεται από έκχυση χολής στο αίμα:
- Ιερά … καθαίρουσα μελαχολικόν (Ιατροσ. κώδ. πά).
[αρχ. επίθ. μελαγχολικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει δεχθεί έκχυση χολής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελαγχολικός -ή -ό [melaŋxolikós] Ε1 : 1α. (για πρόσ.) που αισθάνεται θλίψη, κατάπτωση, απαισιοδοξία: ~ άνθρωπος. Είναι / φαίνεται κάποιος ~. || (ψυχ.) ~ τύπος. β. που φανερώνει την ύπαρξη μελαγχολίας: Mελαγχολικό πρόσωπο. Mελαγχολικά μάτια. Mελαγχολική διάθεση. 2. που προκαλεί μελαγχολία: Mελαγχολικό τοπίο / περιβάλλον. Mελαγχολική μουσική. ~ καιρός.
μελαγχολικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μελαγχολικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελαγχολώ [melaŋxoló] Ρ10.9α : 1. βρίσκομαι σε κατάσταση μελαγχολίας, θλίψης, κατάπτωσης, απαισιοδοξίας: Mελαγχολεί κάθε φορά που βρίσκεται σε νοσοκομείο. 2. προκαλώ μελαγχολία σε κπ.: Tο τραγούδι αυτό με μελαγχολεί.
[λόγ. < αρχ. μελαγχολῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαγχολώ.
-
- Είμαι μελαγχολικός, βαρύθυμος·
- (εδώ) εξοργίζομαι, αγανακτώ:
- ωσάν εμελαγχόλησα και ηγριολάλησά την (Προδρ. I 140).
- (εδώ) εξοργίζομαι, αγανακτώ:
[αρχ. μελαγχολάω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Είμαι μελαγχολικός, βαρύθυμος·
[Λεξικό Κριαρά]
- μελάγχρους, επίθ.· μελάχρους, (Ερμον. Δ 307).
-
[αρχ. επίθ. μελάγχρους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέλαθρο το [mélaθro] Ο40 : το αχαϊκό ανάκτορο και ιδίως η κεντρική του αίθουσα· (πρβ. μέγαρο).
[λόγ. < αρχ. μέλαθρον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαινενδυσία η.
-
- Το ντύσιμο με μαύρα, πένθιμα ρούχα:
- (Καλλίμ. 2284).
[<επίθ. μέλαινα + ουσ. ένδυσις ή <επίθ. μελανένδυτος (βλ. ά.) + κατάλ. ‑σία]
- Το ντύσιμο με μαύρα, πένθιμα ρούχα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μελαίνη, επίθ.,
- βλ. μέλας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελαμίνη η [melamíni] Ο30 : 1. ονομασία χημικών ενώσεων μερικές από τις οποίες χρησιμοποιούνται για την κατασκευή βερνικιών. 2. ονομασία βιομηχανικού προϊόντος που περιέχει μελαμίνη και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία αντί για το ξύλο.
[λόγ. < αγγλ. melamine (-ine = -ίνη)]



