Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: με
1.457 εγγραφές [221 - 230]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθυλένιο το [meθilénio] Ο40 : (χημ.) δισθενής ρίζα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα και δύο άτομα υδρογόνου.

[λόγ. < γαλλ. méthylène < αρχ. μέθ(υ) `ποτό που έχει υποστεί ζύμωση΄ + ὕλ(η) `ξύλο, υλικό υπόλοιπο΄ -èn(e) -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθύλιο το [meθílio] Ο40 : (χημ.) μονοσθενής ρίζα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα και τρία άτομα υδρογόνου.

[λόγ. < γαλλ. méthyl(e) < méthyl(ène) = μεθυλ(ένιον) -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθυλο- [meθilo] : (χημ.) α' συνθετικό που δηλώνει την παρουσία της ομάδας του μεθυλίου στο μόριο μιας οργανικής ένωσης: ~βρομίδιο.

[λόγ. < γαλλ. methyl- < methyl(ène) = μεθυλ(ένιο) (αναδρ. σχημ.) -ο- ως α' συνθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθύσι το [meθísi] Ο44 : 1. προσωρινή διαταραχή της λειτουργίας του νευρικού συστήματος λόγω υπερβολικής χρήσης οινοπνευματωδών ποτών· μέθη: ~ με κρασί / ούζο / κονιάκ / σαμπάνια. ΦΡ γίνομαι / είμαι σκνίπα* / στουπί* / τύφλα* στο ~. 2. (μτφ.) μέθη2: Στο ~ του έρωτα / της ηδονής / του αγώνα.

[μσν. μεθύσιν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μεθύσειν του αρχ. ρ. μεθύω = μεθώ]

[Λεξικό Κριαρά]
μεθύσι το.
  • Μέθη:
    • ακ το μεθύσι το πολύ τον δρόμον ξέχασά τον (Αιτωλ., Μύθ. 12817).

[<απαρέμφ. μέλλ. μεθύσειν του μεθύω. Τ. ‑ιν σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav. (λ. μέθη) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μεθυσία η· μεθυσιά.
  • Μέθη, μεθύσι:
    • λείπε εκ τα ποτά, υιέ, φεύγε την μεθυσίαν (Σπαν. O 83).

[<μεθύω + κατάλ. ‑σία. Τ ‑σά στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μέθυσμα το· μέθυσμαν.
  • Μέθη, μεθύσι:
    • το περίσσον μέθυσμαν σ’ έκαμεν κι εγελάστης (Χούμνου, Κοσμογ. 1158).

[μτγν. ουσ. μέθυσμα. Η λ. και ο τ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεθυσμένος -η -ο [meθizménos] Ε3 μππ. του μεθώ : (ιδ. για πρόσ.) 1. που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης από οινοπνευματώδη ποτά: Είναι κάποιος ~ από κρασί / από ούζο. Mην οδηγείτε μεθυσμένοι. || (ως ουσ.) ο μεθυσμένος, θηλ. μεθυσμένη: Mια παρέα μεθυσμένων έκανε φασαρία χθες στο μαγαζί. ΦΡ είδε ο τρελός* το μεθυσμένο και φοβήθηκε. 2. (μτφ.) που βρίσκεται σε συναισθηματική κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, ευφορίας: Είναι κάποιος ~ από χαρά / από επιτυχία. μεθυσμένα ΕΠIΡΡ.

[μππ. του μεθώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέθυσος ο [méθisos] Ο20 : αυτός που πίνει συχνά οινοπνευματώδη ποτά και μεθάει· μπεκρής: Είναι τεμπέλης και ~.

[λόγ. < αρχ. μέθυσος]

[Λεξικό Κριαρά]
μέθυσος, επίθ.
  • Μπεκρής:
    • (Έκθ. χρον. 3211).

[αρχ. επίθ. μέθυσος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 21 22 [23] 24 25 ...146   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες