Combined Search
| 1,457 items total [1411 - 1420] | << First < Previous Next > Last >> |
- μετριοπαθής -ής -ές [metriopaθís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Mετριοπαθείς ενέργειες. || (για ιδέα, ιδεολογία κτλ.) που δεν είναι ακραίος: ~ πολιτικός. Mετριοπαθές πολιτικό κόμμα / πρόγραμμα.
μετριοπαθώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μετριοπαθής `που συγκρατεί τα πάθη του΄· λόγ. < ελνστ. μετριοπαθῶς]
- μέτριος, επίθ.
-
- 1) Που έχει σωστές αναλογίες:
- (Διγ. Ζ 152).
- 2) Μετριοπαθής, μετριόφρονας:
- οι αφεντάδες δεν πρέπει να είναι υπερήφανοι, μόνον μέτριοι (Ιστ. Βλαχ. μετά στ. 1596).
- 3) Όχι υπερβολικός, κανονικός:
- το μέτριον κρασί δίδει πολλήν υγείαν (Ιστ. Βλαχ. 2132).
- 4) Λιγοστός:
- αν τύχει να μάθω συμφοράς και εγώ τας ιδικάς σου …, τίποτε μετριότερον να γίνεται τό πάσχω (Λίβ. Ρ 1148).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Μετριότητα, μετριοπάθεια:
- διάκριση να κάμεις, το ίσον και το μέτριον να μη το παραδράμεις (Ιστ. Βλαχ. 1608).
- 2) Έκφρ. πέραν του μετρίου = υπερβολικά:
- (Διήγ. παιδ. 553).
- 1) Μετριότητα, μετριοπάθεια:
[αρχ. επίθ. μέτριος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει σωστές αναλογίες:
- μέτριος -α -ο [métrios] Ε6 : α. που έχει μέτρο, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη υπερβολής: Mέτριοι υπολογισμοί. Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια. β. (για ποσότητα, μέγεθος κτλ.) β1. που δεν είναι ούτε πολύ μικρός ούτε πολύ μεγάλος: Mέτρια θερμοκρασία. Mέτριο ανάστημα / εισόδημα. Mέτριος άνεμος. β2. για τον καφέ, συνήθ. ως ουσ., που δεν είναι πολύ γλυκός ούτε πικρός: Γκαρσόν φέρε μου ένα φραπέ μέτριο με γάλα. Πώς τον πίνεις τον καφέ; -Mέτριο. γ. (για ποιότητα) που δεν είναι ούτε πολύ καλός ούτε πολύ κακός: ~ καλλιτέχνης / επιστήμονας. Mέτριο μυαλό / αποτέλεσμα. Mαθητής ~ στα μαθηματικά. (λόγ. έκφρ.) κάτω* του μετρίου.
μέτρια & (λόγ.) μετρίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μέτριος· λόγ. < αρχ. μετρίως]
- μετριότης η.
-
- 1) Η ιδιότητα του μέτριου· μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη:
- η ταπείνωσις … φέρνει … την υπομονήν, την μετριότητα … (Ροδινός 100).
- 2) Με τη γεν. ημών της προσωπ. αντων., αντί του εγώ, όταν αρχιερέας, ιδ. πατριάρχης, αναφέρει τον εαυτό του:
- η ευλογία της ημών μετριότητος είη μετά της σης ενδοξότητος (Παρθεν., Γράμμ. 228· Ιστ. πατρ. 1476).
[αρχ. ουσ. μετριότης. Τ. ‑τητα στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Η ιδιότητα του μέτριου· μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη:
- μετριότητα η [metriótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μέτριος: α. περιορισμένη ποιότητα, αξία: Kαλλιτεχνικό έργο που δεν ξεπέρασε τη ~. || για άνθρωπο με μικρές, περιορισμένες ικανότητες: Παραγκωνίζονται οι ικανοί από τις μετριότητες. ΦΡ χρυσή* ~. β. (σπάν.) για μέτριο αποτέλεσμα, για αποτέλεσμα που δεν ικανοποιεί απόλυτα: Περίμεναν κάτι σπουδαίο αλλά τελικά προέκυψε αυτή η ~. γ. (επίσ.) στην περίπτωση που ένας αρχιερέας, ιδίως πατριάρχης, αναφέρεται στον εαυτό του: H ημετέρα μετριότης θα παραστεί στην ενθρόνιση του νέου αρχιεπισκόπου.
[λόγ. < αρχ. μετριότης, αιτ. -ητα `η σωστή ποσότητα΄ κατά τη σημ. της λ. μέτριος]
- μετριόφρονας [metriófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : μετριόφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. μετριόφρων, αιτ. -ονα]
- μετριοφροσύνη η [metriofrosíni] Ο30α : η ιδιότητα του μετριόφρονα: Aπό ~ δε θέλησε να τους πει ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου.
[λόγ. < ελνστ. μετριοφροσύνη]
- μετριοφροσύνη η.
-
- Το να είναι κανείς μετριόφρονας, μετριοπάθεια, ταπεινοσύνη:
- ήθος ομού δε ταπεινόν και μετριοφροσύνη (Σπαν. P 75).
[μτγν. ουσ. μετριοφροσύνη (TLG). Η λ. και σήμ.]
- Το να είναι κανείς μετριόφρονας, μετριοπάθεια, ταπεινοσύνη:
- μετριόφρων -ων -ον [metriófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) α. που δε θέλει να επιδεικνύει τις ικανότητες, τις επιτυχίες του κτλ. ή γενικά να γίνεται λόγος γι΄ αυτά: Tαπεινός και ~ άνθρωπος καθώς είναι, αποφεύγει να προβάλλει κάθε τιμητική διάκριση. || (ως ουσ.): Οι μετριόφρονες και οι αφανείς στο τέλος δικαιώνονται. β. (σπάν.) που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. || (ως ουσ.).
[λόγ. < ελνστ. μετριόφρων]
- μετρισμός ο.
-
- Μέτρηση, καταμέτρηση:
- στρατεύματα … όσα και ψάμμου πλείονα και μετρισμού τυγχάνει (Βίος Αλ. 1720).
[<ουσ. μετρημός με επίδρ. ουσ. σε ‑ισμός]
- Μέτρηση, καταμέτρηση:



