Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: με
1.457 εγγραφές [1391 - 1400]
[Λεξικό Κριαρά]
μέτρηση η.
  • Καταμέτρηση· (υπο)λογισμός, περίσκεψη:
    • με δίχως μέτρηση … επήγε τους σολντάδους του του Τούρκο να τους δώσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4337).

[αρχ. ουσ. μέτρησις. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρητά τα [metritá] Ο38 : χρήμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα και αμέσως, σε αντιδιαστολή με κάθε τίτλο, τραπεζικό ή χρηματιστηριακό: Θα σε πληρώσω με επιταγή, γιατί δεν έχω αρκετά ~.

[λόγ. < ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. μετρητός σημδ. γαλλ. comptent]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρητής ο [metritís] Ο7 : 1. συσκευή που μετράει ορισμένα μεγέθη και ιδίως μηχανικά φαινόμενα: ~ της ταχύτητας, ταχόμετρο. || (ιδ. για χρήση ή κατανάλωση): ~ του τηλεφώνου ή ~ των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. ~ του γκαζιού. || ρολόι2: ~ του ηλεκτρικού ρεύματος. ~ του νερού, υδρόμετρο. 2. (σπάν.) υπάλληλος επιφορτισμένος με την καταμέτρηση ορισμένων πραγμάτων.

[2: αρχ. μετρητής· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. mesureur, compteur]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρητής ο.
  • 1) Αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μέτρηση εκτάσεων:
    • Εμετρήθη … κύλισμα παρά εντοπίου μετρητή (Metrol. 11524‑5).
  • 2) Μέτρο για μέτρηση εκτάσεων:
    • μετρητάδες … από άλλον λογισμόν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 103v).

[αρχ. ουσ. μετρητής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρητικόν το.
— Πβ. και μετριατικόν.
  • Είδος ναυτικού φόρου:
    • απαιτήσεις … μετρητικού (Ψευδο-Σφρ. 54022 (βλ. και Schreiner, JÖB 27, 1978, 208-9, 219)).

[ουδ. του αρχ. επιθ. μετρητικός ως ουσ. Η λ. στο Du Cange (λ. μετρητίκιον)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρητικός -ή -ό [metritikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις μετρήσεις ή που αναφέρεται στις μετρήσεις: Mετρητικό όργανο.

[λόγ. < αρχ. μετρητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρητό το [metritó] Ο38 : (λαϊκ.) τα μετρητά: Kατέβαινε το ~.

[εν. του μετρητά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρητοίς [metritís] : κυρίως στην επιρρηματική έκφραση τοις ~, με άμεση πληρωμή. ANT με δόσεις: Πουλάω / αγοράζω / πληρώνω τοις ~. ΦΡ (για λόγια και ιδ. για υποσχέσεις που με αφορούν) παίρνω κτ. τοις ~, το αντιμετωπίζω και ιδίως το πιστεύω κατά γράμμα.

[λόγ. δοτ. της λ. μετρητά μτφρδ. γαλλ. comptent]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρητός, επίθ.
  • 1) Ο ορισμένος με μέτρηση, μετρημένος:
    • βρέθησαν … οι φονεμένοι δύο χιλιάδες μετρητοί (Αχέλ. 717).
  • 2) Λιγοστός:
    • εξελθών συν μετρητοίς ιππέοις (Βίος Αλ. 5076).
  • 3) Προκ. για χρήμα σε νομίσματα, σε ρευστό:
    • δουκάτ’ αν έχει μετρητά … (Βεντράμ., Γυν. 64).
  • 4) Ρυθμικός:
    • πάσι (ενν. οι νέοι) με ζάλα μετρητά (Ερωτόκρ. Β́ 379).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) (Στον πληθ.) ρευστό χρήμα:
      • μετρητά τσεκίνια 50 (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 7).
    • 2) Μονάδα για μέτρηση υγρών:
      • πέντε μετρητά κρασίον (Διαθ. Νίκωνος 104).

[αρχ. επίθ. μετρητός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρητός -ή -ό [metritós] Ε1 : α. που μπορεί να μετρηθεί: Mετρητό μέγεθος. Mετρητή ποσότητα. || (ως ουσ.) τα μετρητά*. το μετρητό*. β. που γίνεται με μέτρηση: Mετρητό κέντημα και ως ουσ. το μετρητό.

[λόγ. < αρχ. μετρητός]

< Προηγούμενο   1... 138 139 [140] 141 142 ...146   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες