Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετουσίωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετουσίωση η [metusíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετουσιώνω. 1. αλλαγή της ουσίας, της φυσικής υπόστασης ενός πράγματος: ~ της ιδέας σε πράξη. 2. (για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας) μετατροπή σε σώμα και αίμα του Xριστού.

[λόγ. < μσν. μετουσίωσις < μετουσιω- (δες μετουσιώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go