Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταστεγάζω [metasteγázo] -ομαι Ρ2.1 : στεγάζω κπ. ή κτ. σε άλλο κτίριο: Θα μεταστεγαστούν οι ένοικοι των παραπηγμάτων σε καινούριες πολυκατοικίες.
[λόγ. μετα- στεγάζω]



