Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταπωλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταπωλώ [metapoló] -ούμαι Ρ10.9 & μεταπουλώ [metapuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : πουλάω κτ. που έχω αγοράσει: Ο έμπορος αγοράζει αγαθά όχι για προσωπική χρήση αλλά για να τα μεταπωλήσει.

[λόγ. < ελνστ. μεταπωλῶ· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πωλώ > πουλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες