Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετακλητός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετακλητός -ή -ό [metaklitós] Ε1 : που τον έχουν μετακαλέσει ή που μπορούν να τον μετακαλέσουν.

[λόγ. μετακλη- (μετακαλώ) -τός μτφρδ. γαλλ. révocable (διαφ. το ελνστ. μετάκλητος `που έχει πάρει κλήση΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go