Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετακαλώ [metakaló] -ούμαι Ρ10.10 αόρ. μετεκάλεσα και μετακάλεσα, απαρέμφ. μετακαλέσει, παθ. αόρ. μετακλήθηκα, απαρέμφ. μετακληθεί : καλώ, προσκαλώ κπ. να έρθει εκεί που βρίσκομαι ή να πάει σε άλλο μέρος, για την επίτευξη ενός σκοπού: H κυβέρνηση μετακάλεσε ξένους ειδικούς για να οργανώσουν το στρατό. ~ έναν υπάλληλο, του ζητώ να επιστρέψει στη θέση του.
[λόγ. < αρχ. μετακαλῶ]