Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μετάβασις η.
-
- α) Μετακίνηση από ένα τόπο σε άλλο:
- (Ωροσκ. 3816)·
- β) προκ. για κίνηση των ποδιών σε χορό:
- (Διγ. Gr. 1841).
[αρχ. ουσ. μετάβασις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- α) Μετακίνηση από ένα τόπο σε άλλο:



