Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσώνω· μεσώννω.
-
- Ά (Αμτβ.) φτάνω στη μέση:
- Η εβδομάδα εμέσωσε (Διήγ. ωραιότ. 193).
- Β́ (Μτβ.) γεμίζω κ.:
- ποτήριν …, τό έχουν οι Τούρκοι … και μεσώννουν το κρασίν (Μαχ. 34612).
[αρχ. μεσόω. Ο τ. και σήμ. κυπρ.]
- Ά (Αμτβ.) φτάνω στη μέση:



