Παράλληλη αναζήτηση
| 127 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσολαβητικός -ή -ό [mesolavitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεσολάβηση, την παρέμβαση κάποιου ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: Οι μεσολαβητικές προσπάθειες απέτυχαν κι ο πόλεμος συνεχίστηκε.
μεσολαβητικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί κάποιος ~. [λόγ. μεσολαβητ(ής) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσολαβώ [mesolavó] Ρ10.9α : 1. ενεργώ, παρεμβαίνω ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: α. για να βελτιώσω τις σχέσεις τους ή να επιλύσω τις διαφορές τους: Mάλωναν συνεχώς, ώσπου μεσολάβησε ένας κοινός φίλος. Θα μεσολαβήσω για να λυθεί η διαφορά. β. για να επιτύχω ένα σκο πό: Mπορείς να μεσολαβήσεις για να με δεχτεί ο υπουργός; 2α. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο τοπικά σημεία: Aνάμεσα στα δύο σπίτια μεσο λαβεί ο δρόμος. β. παρεμβάλλομαι ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία: Mεσολάβησαν δέκα χρόνια από τότε που χωρίσαμε. γ. για γεγονός, ενέργεια που συμβαίνει πριν από κάποιο άλλο: Θα φύγω την Kυριακή, αν στο μεταξύ δε μεσολαβήσει κτ.
[λόγ. < ελνστ. μεσολαβῶ `πιάνω στη μέση, αναχαιτίζω΄ κατά τη σημ. της λ. μεσολαβητής]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσολαβώ.
-
- Παρεμβαίνω· (εδώ) ακολουθώ, αποτελώ συνέπεια σε κ.:
- (Χειλά, Χρον. 353).
[μτγν. μεσολαβέω. Η λ. και σήμ.]
- Παρεμβαίνω· (εδώ) ακολουθώ, αποτελώ συνέπεια σε κ.:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσολαμβάνω.
-
- Παρεμβαίνω, βρίσκομαι στη μέση· (εδώ) ?γίνομαι αντικείμενο συναλλαγής:
- Ο δε Καντακουζηνός συνθήκας ποιήσας μετά του κράλη …, μεσολαβόντων κάστρων και πόλεων και επαρχιών … (Δούκ. 5517).
[<ουσ. μέσον + λαμβάνω]
- Παρεμβαίνω, βρίσκομαι στη μέση· (εδώ) ?γίνομαι αντικείμενο συναλλαγής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσολιθικός -ή -ό [mesoliθikós] Ε1 : (αρχαιολ.) 1. μεσολιθική εποχή, μεταβατική περίοδος της προϊστορίας που βρίσκεται ανάμεσα στην παλαιολιθική και στη νεολιθική. 2. που έχει σχέση με τη μεσολιθική εποχή: ~ άνθρωπος / πολιτισμός.
[λόγ. < διεθ. meso- = μεσο- 1 + lithic < αρχ. λίθ(ος) + -ic = -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσολορδάδος, επίθ.
-
- Μισοβρόμικος:
- σοφίτα μεσολορδάδα (Βαρούχ. 8414).
[<μεσο‑ + επίθ. *λορδάδος (<βεν. *lordado ή lordato, με επίδρ. της κατάλ. ‑άδος)]
- Μισοβρόμικος:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσομέρι(ν) το,
- βλ. μεσημέριον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσομινωικός -ή -ό [mesominoikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) μεσομινωική περίοδος, η δεύτερη φάση του μινωικού πολιτισμού, η (μέση) περίοδος της χαλκοκρατίας στην Kρήτη από το 2000 ως το 1500 π.X. περίπου. || που ανήκει ή που αναφέρεται στη μεσομινωική περίοδο: ~ πολιτισμός. Mεσομινωική τέχνη. Mεσομινωικά αγγεία.
[λόγ. μεσο- 1 + μινωικός μτφρδ. αγγλ.(;) middle Minoan]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέσον (I) το· μέσο· μεσόν.
-
- 1) Αυτό που βρίσκεται στη μέση, το μεσαίο τμήμα:
- Εις την αρχήν …· στο μέσον …· και τέλος … (Πένθ. θαν. 2).
- 2) (Πληθ.) τα μέσα =
- α) το μέσο κάπ. πράγματος, η μέση:
- Η έχιδνα έχει από τα μέσα και κάτω μορφήν κροκοδείλου (Φυσιολ. B 12)·
- β) η οσφύς, η μέση:
- έλυσα από τα μέσα μου … τ’ άρματά μου (Λίβ. Sc. 1947).
- α) το μέσο κάπ. πράγματος, η μέση:
- 3) Τρόπος που βοηθά στην επιτυχία σκοπού, μέσο:
- δεν κατέχω τι μέσον να εύρω διά να διατάξω τα άνωθεν αντικείμενα (Μεταξά, Επιστ. 48· Φαλιέρ., Ιστ. 202).
- 4) Μεσολάβηση:
- να φτειασθούν οι δουλειές τους με το μέσον ετέρων φίλων (Σουμμ., Ρεμπελ. 182).
- Εκφρ.
- 1) Εις μέσον (με αιτιατ.) =
- (α) μέσα, εντός:
- (Καλλίμ. 264)·
- (β) (χρον.) μέσα σε διάστημα, σε προθεσμία:
- (Ασσίζ. 3910).
- 2) Εις το μέσον ή μεσόν =
- (α) μπροστά σε ομήγυρη:
- (Δωρ. Μον. XXIV)·
- (β) αναμεταξύ, ανάμεσα:
- (Διγ. Άνδρ. 33123), (Μαχ. 1806).
- 3) Εκ του μέσου = από ανάμεσα:
- (Έκθ. χρον. 1825).
- 4) Εν τῳ μέσῳ =
- (α) μεταξύ, ανάμεσα (σε κάπ. πρόσωπα):
- (Διγ. Z 781)·
- (γ) εντωμεταξύ, στη διάρκεια (κάπ. γεγονότος):
- (Λίβ. Sc. 3129)·
- (γ) (με το άρθρο στον πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γεγονότα που μεσολαβούν:
- (Λίβ. (Lamb.) N 614).
- 5) Στο μέσο(ν) (τούτο) = εντωμεταξύ:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [166]), (Κατζ. Ά 127).
- Φρ.
- 1) Εκβάλλω κάπ. εκ του μέσου ή εκ το μέσον, βλ. εκβάλλω 2β φρ.
- 2) Φέρνω εις το μέσον = δημιουργώ:
- (Καλλίμ. 824).
- 3) Φεύγω από το μέσον = αποχωρώ, απομακρύνομαι:
- (Διήγ. παιδ. 194).
- Η αιτιατ. επιρρ. = (τοπ.) στη μέση:
- νησόπουλον μέσον το της θαλάσσης (Ιμπ. 799).
[αρχ. ουσ. μέσον. Η λ. και ο τ. ‑ο και σήμ.]
- 1) Αυτό που βρίσκεται στη μέση, το μεσαίο τμήμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μέσον (II), επίρρ.· μέσο· μεσόν.
-
- 1)
- α) Στη μέση, στο κέντρο:
- (Καλλίμ. 151), (Διγ. Ζ 3645)·
- (χρον.):
- μέσον του μεσονυκτίου (Πτωχολ. α 573)·
- β) στη μέση, στα δύο:
- διῃρέθη (ενν. το φαρίν) μέσον (Διγ. Gr. 3094).
- α) Στη μέση, στο κέντρο:
- 2) Ανάμεσα, μεταξύ:
- ορμασία μηδέν γίνεται μέσον χριστιανού και Σαρακηνού (Ασσίζ. 12623· 118).
- 3)
- α) Μέσα, εντός:
- πώς εις δρακόντων στόματα μέσον εισήλθες τόδε; (Καλλίμ. 588)·
- ο Κάιν … άναψε μέσον του την κακίαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 82v)·
- β) (χρον.) κατά τη διάρκεια:
- ουδέν ήτον εις την χώραν μέσον εκείνων των τριών ημερών (Ασσίζ. 20124)·
- μέσον αυτού του καιρού αν έρτει κανείς ομπρός (Ασσίζ. 47610).
- α) Μέσα, εντός:
- 4) Μπροστά, ενώπιον κάπ.:
- μέσον πάντων αναγνούς (ενν. τα γράμματα) ωτρύνθη σφόδρα (Βίος Αλ. 4592).
- 5) Διαμέσου:
- το πέραμά σας να γενεί μέσον του Μεντοβόρου (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 968).
- Εκφρ.
- 1) Μέσον οπού + ρ. = ενώ:
- (Διγ. Esc. 513).
- 2) Μέσον εις τούτο, μέσον τούτου = εντωμεταξύ:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 350r), (Πένθ. θαν. 567).
[αρχ. επίρρ. μέσον. Ο τ. ‑ο και σήμ.]
- 1)



