Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχημηνιά [arçiminjá] η, (sp. also αρχιμηνιά)
- :
- την ~κάνει ο παπάς αγιασμό |
- κάθε ~ ο σιορ Aντωνάκης .. άνοιγε τη σακκούλα του κι έδινε της βαπτιστικιάς του ένα πεντόφραγκο (Xenop) |
- μόλις καμιά παρέα καλαντισάδες άρχιζαν τις φωνές "~ κι αρχηχρονιά", έπιανε ένα νόμισμα, το 'δινε βιαστικά κλ (Myriv)
[fr postmed αρχημηνιά (bes αρχημενιά) ← PatrG (7th c.) ← ByzG αρχημηνία (sp. αρχι-), cpd of αρχή w. combin form -μηνία; cf μεσομηνία, επταμηνία (pap) etc]