Παράλληλη αναζήτηση
| 222 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσότητα η [mesótita] Ο28 : η ιδιότητα του μέσου, εκείνου δηλαδή που από άποψη ποιότητας, ιδιοτήτων κτλ. βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άκρα. ANT ακρότητα: Ο Aριστοτέλης ορίζει την αρετή ως ~.
[λόγ. < αρχ. μεσό της, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσοτοιχία η [mesotixía] Ο25 : 1. κοινός τοίχος δύο οικοδομών: Έχουμε ~ με το διπλανό σπίτι. 2. ο μεσότοιχος: Όλες οι μεσοτοιχίες είναι από τούβλα.
[λόγ. μεσότοιχ(ος) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσότοιχον το· μεσότοιχο.
-
- α) Διαχωριστικός τοίχος, μεσοτοιχία:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 468)·
- β) (μεταφ.) φραγμός, εμπόδιο:
- το μεσότοιχον της έχθρητας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 405).
[μτγν. ουσ. μεσότοιχον. Αρσ. ‑ος μτγν. και σήμ.]
- α) Διαχωριστικός τοίχος, μεσοτοιχία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσότοιχος ο [mesótixos] Ο20 : 1. εσωτερικός τοίχος σπιτιού ή γενικά οικοδομής: Οι μεσότοιχοι είναι τόσο λεπτοί, ώστε ακούγονται οι ομιλίες από τα διπλανά δωμάτια. Γκρέμισε το μεσότοιχο κι έκανε τα δύο δωμάτια ένα. 2. (σπάν.) η μεσοτοιχία.
[λόγ. < ελνστ. μεσότοιχος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσότονος ο [mesótonos] Ο20 : (μετρ.) σύνολο τριών συλλαβών από τις οποίες η μεσαία είναι τονισμένη.
[λόγ. μεσο- 1 + τόν(ος) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσοτσίκινο το,
- βλ. μισοτσίκινο.
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσοϋπόκοιλον το.
-
- Το μέσο του υπογαστρίου
- (εδώ προκ. για ψάρι):
- μουρήνας μεσοϋπόκοιλον (Προδρ. IV 206).
- (εδώ προκ. για ψάρι):
[<επίθ. μέσος + ουσ. υποκοίλιον]
- Το μέσο του υπογαστρίου
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσούρανα τα [mesúrana] Ο41 : (λογοτ.) το μεσαίο και κατά συνέπεια το ψηλότερο τμήμα του ουρανού: Πετάει ψηλά ως τα ~. Ο ήλιος βρίσκεται στα ~, μεσουρανεί. || (επέκτ.) για δήλωση μεγάλου ύψους: Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά ως τα ~.
[μεσ(ο)- 1 + ουραν(ός) -α, πληθ. του -ο, κατά το μεσουρανώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσουράνημα το [mesuránima] Ο49 : το αποτέλεσμα του μεσουρανώ: Tο ~ του ήλιου / της δόξας / της καριέρας κάποιου.
[λόγ. < ελνστ. μεσουράνημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσουράνημα το.
-
- Το να βρίσκεται (ένα ουράνιο σώμα) στη μέση του ουρανού· τα μεσούρανα:
- του ηλίου όντος εν μεσουρανήματι (Δούκ. 9318· 414).
[μτγν. ουσ. μεσουράνημα. Η λ. και σήμ.]
- Το να βρίσκεται (ένα ουράνιο σώμα) στη μέση του ουρανού· τα μεσούρανα:



