Παράλληλη αναζήτηση
| 222 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσιτεία η· μεσιτειά.
-
- Μεσολάβηση:
- μεσιτείαν του Πόθου (Λίβ. (Lamb.) N 329)·
- φρ. βάνομαι εις μεσιτείαν = μεσαλαβώ, παρεμβαίνω:
- (Χρον. Μορ. H 3310).
[μτγν. ουσ. μεσιτεία. Η λ. και σήμ.]
- Μεσολάβηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσιτεύω [mesitévo] Ρ5.1α, Ρ5.2α : 1. μεσολαβώ για λογαριασμό κάποιου: H Παναγία ας μεσιτεύσει για μας τους αμαρτωλούς. 2. ενεργώ ως μεσίτης: Ένας φίλος μεσίτεψε την αγορά του σπιτιού.
[λόγ. < ελνστ. μεσιτεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσιτεύω· μεσιτεύγω· ?μισιτεύγω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Μεσολαβώ για χάρη κάπ.:
- εμεσίτευσαν αυτόν προς τον αυθέντην και ηλέησεν αυτόν (Έκθ. χρον. 8216).
- 2) Σώζω:
- να τον παρακαλέσεις (ενν. τον Θεόν) … να με μεσιτεύσει εκ του θανάτου την φθοράν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 256).
- 3) Χρησιμοποιώ κ. ως μέσο για την επιτυχία κάπ. σκοπού:
- πολλοί ασθενημένοι …, μεσιτεύοντας νηστείες, προσευχές …, υγιαίνουσιν (Ροδινός 199).
- 1) Μεσολαβώ για χάρη κάπ.:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Παρεμβαίνω, μεσολαβώ, παρακαλώ για κάπ.:
- (Ψευδο-Σφρ. 20420)·
- σε παρακαλώ, αγία μου Κυρία, να μεσιτεύσεις δι' εμέ εις τον μονογενή σου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 13314).
- 2) Παρεμβάλλομαι:
- άλλοι μεσιτεύουσιν ή χώρια τους μαλώνουν (Σαχλ., Αφήγ. 236).
- 3) Ενεργώ για να συνάψω συνοικέσιο, προξενεύω:
- ίνα μεσιτεύσουν εις την αυτήν σινιόρα Μαρίαν να την παντρεύσουν (Δωρ. Μον. XXVIII).
- 1) Παρεμβαίνω, μεσολαβώ, παρακαλώ για κάπ.:
[μτγν. μεσιτεύω. Ο τ. ‑εύγω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσίτης ο [mesítis] Ο10 θηλ. μεσίτρια [mesítria] Ο27 : αυτός που μεσιτεύει και ιδίως ενεργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με στόχο τη σύναψη ορισμένης συμφωνίας, συνήθ. οικονομικού περιεχομένου· (πρβ. μεσάζοντας, μεσάζων): Έβαλε μεσίτη να του βρει διαμέρισμα.
[λόγ. < ελνστ. μεσίτης `μεσολαβητής΄· λόγ. μεσί(της) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσίτης ο· ?μεσίτας, (Λίβ. Esc. 328).
-
- 1)
- α) Μεσάζοντας, μεσολαβητής:
- (Λίβ. P 2797)·
- προβάλλομαι μεσίτην … ως προς την βασιλείαν σου Γεώργιον τον Δούκαν (Προδρ. IV 654)·
- β) (προκ. για τον Ιησού Χριστό):
- (Χριστ. διδασκ. 431).
- α) Μεσάζοντας, μεσολαβητής:
- 2) Απεσταλμένος, μαντατοφόρος:
- Μεσίτες … ήρθασι στην εδική μας χώρα απού τη Μακεντόνια (Στάθ. Ιντ. β́ 1).
- 3) (Μεταφ.) το μέσο, ο τρόπος για να πετύχει κάπ. κ.:
- μα 'ναι μεσίτες τση τιμής η προθυμιά κι οι κόποι (Ερωφ. Ά 47).
- 4) Βοηθός δικαστή:
- Περί του βισκούντη και τους μεσίτες του (Ασσίζ. 10227).
- 5) Αρωγός, προστάτης:
- τώρα το ενάντιον ηύρηκα και ο Θεός να 'ναι μεσίτης (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1374).
- 6) Αυτός που εξ επαγγέλματος διαπραγματεύεται αγοραπωλησίες:
- (Βακτ. αρχιερ. 170).
[μτγν. ουσ. μεσίτης. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσιτικόν το.
-
- Φόρος μεσιτείας:
- απαιτήσεις … μεσιτικού (Ψευδο-Σφρ. 54022 (βλ. και Schreiner, JÖB 27, 1978, 208-9, 219)).
[ουδ. του επιθ. μεσιτικός (Κριαρ.) ως ουσ. Η λ. στο Meursius και σήμ. στον πληθ.]
- Φόρος μεσιτείας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσιτικός -ή -ό [mesitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεσιτεία και ιδίως με το μεσίτη: Mεσιτικές εργασίες. Mεσιτικό γραφείο. Mεσιτικά δικαιώματα. || (ως ουσ.) τα μεσιτικά, η αμοιβή του μεσίτη.
[λόγ. μεσίτ(ης) -ικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσίτιο το.
-
- Μεσιτεία, μεσολάβηση:
- Στον Κύριον το μεσίτιο σου έν ευχαριστημένον (Σκλέντζα, Ποιήμ. 511).
[<μεσιτεύω + κατάλ. ‑ιο]
- Μεσιτεία, μεσολάβηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσίτισσα η.
-
- Προξενήτρα:
- μεσίτισσά μας … την εκράξαμε (ενν. τη θεά) … 'ς τούτον τον γάμον (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [900]).
[<μεσίτης + κατάλ. ‑ισσα]
- Προξενήτρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσίτρια η· μεσίτρα.
-
- 1)
- α) Απεσταλμένη, μεσολαβήτρια:
- (Θησ. (Foll.) I 114)·
- β) (προκ. για την Παναγία):
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1215).
- α) Απεσταλμένη, μεσολαβήτρια:
- 2) Προξενήτρα:
- (Στάθ. Ά 46).
[<ουσ. μεσίτης + κατάλ. ‑τρια. Η λ. τον 4.(;) αι. (Lampe, ‑σή‑) και σήμ.]
- 1)



