Παράλληλη αναζήτηση
| 222 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσσαρία η,
- βλ. μασσαρία.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσσιανικός -ή -ό [mesianikós] Ε1 : που αναφέρεται στο μεσσιανισμό: Mεσσιανικές αντιλήψεις. Πίστη στη μεσσιανική αποστολή ενός ηγέτη.
[λόγ. < γαλλ. messianique < messian(isme) = μεσσιαν(ισμός) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσσιανισμός ο [mesianizmós] Ο17 : 1. πίστη στην ύπαρξη ή στη μελλοντική παρουσία ενός μεσσία: Εβραϊκός ~. 2. για αντίστοιχες αντιλήψεις κοινωνικές, πολιτικές κτλ.: Πολιτικός ~.
[λόγ. < γαλλ. messian isme (-isme = -ισμός) < ελνστ. Μεσσίας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσσίας ο [mesías] Ο3 : 1. αυτός που είναι ορισμένος και σταλμένος από το Θεό για να σώσει ένα λαό ή ολόκληρη την ανθρωπότητα: Bιβλία / παραδόσεις που μιλούν για την έλευση ενός μεσσία. || στη χριστιανική θρησκεία: Mεσσίας, ο Xριστός. 2. (μτφ.) για κπ. που, σε δύσκολες περιστάσεις, καλείται να δώσει λύση, να βγάλει μια κατάσταση από το αδιέξοδο: Tον υποδέχτηκαν σαν μεσσία.
[λόγ. < ελνστ. Μεσσίας < αραμ. mĕshīhā (< εβρ. māshīah) `ο μυρωμένος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεστιωτικός, επίθ.
-
- Που προέρχεται από την περιοχή του ποταμού Νέστου:
- τζουράκια … μεστιωτικά (Ορνεοσ. 57830).
[<εθν. *Μεστιώτης (<τοπων. Μέστος ο) + κατάλ. ‑ικός]
- Που προέρχεται από την περιοχή του ποταμού Νέστου:
[Λεξικό Κριαρά]
- μεστός, επίθ.
-
- 1) Πλήρης, γεμάτος:
- (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 345)·
- (μεταφ.):
- (Δούκ. 40322), (Διγ. Gr. 359).
- 2) Ώριμος, ηλικιωμένος:
- ο γαμπρός … μεστός είναι και τω χρονώ ντου (Στάθ. Ά 59)·
- (ειρων.):
- Χαίρου, … γραία μεστή (Σπανός Β 71).
- 3) (Προκ. για καρπό) ώριμος, μεστωμένος, γινωμένος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [427]).
- 4) Συμπαγής, στερεός:
- πύργοι μεστοί εραγίσαν (Σκλάβ. 23).
[αρχ. επίθ. μεστός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πλήρης, γεμάτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεστός -ή -ό [mestós] Ε1 : 1. που είναι μεστωμένος: Mεστά στάχυα. 2. που είναι πλήρης, χωρίς ελλείψεις: ~ λόγος. || (λόγ., με γεν.) πλήρης, με στοιχεία που προσδίδουν επάρκεια ή άλλες θετικές ιδιότητες: Kείμενο μεστό νοημάτων.
[1: αρχ. μεστός· 2: λόγ. < αρχ. μεστός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέστωμα το [méstoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μεστώνω: Tο ~ των δημητριακών. Tο ~ του κορμιού της την έδειχνε μεγαλύτερη.
[ελνστ. μέστωμα `πληρότητα΄ κατά την εξέλιξη της σημ. του μεστώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεστώνω [mestóno] Ρ1α μππ. μεστωμένος : αναπτύσσομαι, διαμορφώνομαι πλήρως. α. (για φυτό) δημιουργώ καρπό: Mεστώνουν τα σιτάρια / τα καλαμπόκια. β. (ιδ. για πρόσ.) ωριμάζω: Mέστωσε το κορίτσι κι έγινε σωστή γυναίκα. Mεστωμένο μυαλό.
[αρχ. μεστ(ῶ) `είμαι γεμάτος΄ -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεστώνω.
-
- 1)
- α) Γεμίζω κ. εντελώς:
- κιβωτός … μεμεστωμένη ιερά (Παϊσ., Ιστ. Σινά 658)·
- β) καλύπτω:
- σώματα ιεραρχών … άταφα, δεινά, κόνιν μεμεστωμένα (Θρ. αλ. 39).
- α) Γεμίζω κ. εντελώς:
- 2) Κάνω κ. να ωριμάσει:
- Ακτίνα τ’ ουρανού …, … μεστώνεις πωρικά (Ερωφ. Δ́ 724).
[αρχ. μεστόω. Η λ. και σήμ.]
- 1)



