Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελανούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μελανούμαι.
— Βλ. και μελανώνω.
  • 1) Μαυρίζω, είμαι μαύρος:
    • ην γαρ προ καιρού τεθνηκυία· και … μεμελανωμένη (Έκθ. χρον. 374
    • (μεταφ.):
      • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 178).
  • 2) Σκοτεινιάζω:
    • σελήνη, μελανώθητι, μηκέτι δαδουχήσεις (Διγ. Gr. 3585).

[μτγν. μελανόομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες