Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλοπιάνομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεγαλοπιάνομαι [meγalopxánome] Ρ αόρ. μεγαλοπιάστηκα, απαρέμφ. μεγαλοπιαστεί, μππ. μεγαλοπιασμένος : επιδιώκω να φαίνομαι ανώτερος από ό,τι είμαι, ιδίως από κοινωνική άποψη: Πήρε γυναίκα από σόι και μεγαλοπιάνεται.

[μεγαλο- + πιάνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες