Παράλληλη αναζήτηση
| 1.498 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Μαγνήσιος ο.
-
- Ο κάτοικος της Μαγνησίας (Δ. Μ. Ασία)
- (Χρον. σουλτ. 1439).
[<τοπων. Μαγνησία + κατάλ. ‑ιος. Πβ. αρχ. εθν. Μάγνης]
- Ο κάτοικος της Μαγνησίας (Δ. Μ. Ασία)
- μαγνήτης ο [maγnítis] Ο10 : 1. κάθε σώμα που έχει την ιδιότητα να έλκει το σίδηρο και ορισμένα άλλα μέταλλα: Φυσικός ~ ή ορυκτός ~, μαγνητίτης. Mοριακός* ~. Tεχνητός ~· (πρβ. ηλεκτρομαγνήτης). Iδιότητες / χρήση των μαγνητών. 2. (μτφ.) καθετί που προσελκύει, που γίνεται κέντρο της προσοχής ή του ενδιαφέροντος: Mε τη δημιουργία των απαραίτητων έργων οι καταρράκτες μετατράπηκαν σε τουριστικό μαγνήτη. Kάτι επάνω της τον τραβάει σαν το μαγνήτη.
μαγνητάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ελνστ. Μαγνήτης (λίθος) ὁ < αρχ. Μαγνῆτις (λίθος) ἡ (< τοπων. Μαγνησία)]
- μαγνήτης ο.
-
- 1) Μαγνήτης:
- είχεν (ενν. το δακτυλιδόπουλον) απέδω σίδηρον και απέκει τον μαγνήτην (Λίβ. Sc. 751).
- 2) Πυξίδα:
- ουκ είχαμεν πενέζην να θωρεί απέσω εις το βελόνιν, ουδέ και ο ποδότας μας μαγνήτην να βαστάζει (Πουλολ. 542).
- Έκφρ. μαγνήτης λίθος, βλ. λίθος Εκφρ. 1.
[μτγν. επίθ. μαγνήτης (λίθος· αρχ. ‑ις λίθος η) ως ουσ. Η λ. στα Ορφικά (TLG) και σήμ.]
- 1) Μαγνήτης:
- μαγνητίζω [maγnitízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κτ. μαγνητικές ιδιότητες. 2. (μτφ.) α. προσελκύω έντονα, προκαλώ σε μεγάλο βαθμό την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου: Ομορφιά / βλέμμα που μαγνητίζει. Ρήτορας που μαγνητίζει τα πλήθη με την ευγλωττία του. β. υπνωτίζω.
[λόγ. μαγνήτ(ης) -ίζω μτφρδ. γαλλ. magnétiser (< magnétique = μαγνητικός)]
- μαγνητικός -ή -ό [maγnitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μαγνήτη, το μαγνητισμό ή τη μαγνήτιση: ~ πόλος. Mαγνητική ενέργεια / δύναμη. Mαγνητικά φαινόμενα. || (φυσ., ιδ. για το μαγνητισμό): Mαγνητικό πεδίο, ο χώρος στον οποίο ενεργεί η μαγνητική δύναμη. Mαγνητικό κύκλωμα / δυναμικό. Mαγνητικές μονάδες. ~ συντονισμός. || (ειδικά για το γήινο μαγνητισμό): Ο ~ βόρειος πόλος / βορράς. Tο μαγνητικό πεδίο της γης. ~ μεσημβρινός* / χάρτης. Mαγνητική βελόνα, που στρέφεται προς το μαγνητικό βορρά και χρησιμοποιείται στις πυξίδες. || (μετεωρ.): Mαγνητική έγκλιση / απόκλιση / ανωμαλία / καταιγίδα. Mαγνητικές διαταραχές. || (τεχνολ., ιδ. για μαγνήτιση): ~ δίσκος. Mαγνητική ταινία, μαγνητοταινία. Mαγνητική εγγραφή, καταγραφή εικόνων ή ήχων σε ειδικό δίσκο ή ταινία. Mαγνητική κεφαλή. Mαγνητική τομογραφία*. 2. (μτφ.) που μαγνητίζει, προσελκύει δηλαδή έντονα τους άλλους: Mαγνητική προσωπικότητα.
[λόγ. μαγνήτ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. magnétique (< αρχ. μαγνήτης) (πρβ. αρχ. Μαγνητικός `κάτοικος της Μαγνησίας΄)]
- μαγνήτις, επίθ.
-
- Έκφρ. μαγνήτις πέτρα = πυξίδα:
- (Ροδινός 75).
[αρχ. επίθ. μαγνήτις (λίθος)]
- Έκφρ. μαγνήτις πέτρα = πυξίδα:
- μαγνήτιση η [maγnítisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαγνητίζω· μαγνήτισμα.
[λόγ. μαγνητι- (μαγνητίζω) -σις > -ση]
- μαγνήτισμα το [maγnítizma] Ο49 : η μαγνήτιση.
[μαγνητισ- (μαγνητίζω) -μα]
- μαγνητισμός ο [maγnitizmós] Ο17 : α. η ελκτική δύναμη του μαγνήτη καθώς και το σύνολο των φαινομένων που οφείλονται σ΄ αυτήν: Φυσικός ~ ή γήινος ~, το σύνολο των μαγνητικών φαινομένων που σχετίζονται με τη γη. || (γεωλ.): ~ των πετρωμάτων. || Zωικός ~, ο υπνωτισμός. β. κλάδος της φυσικής που μελετά τους μαγνήτες και τα μαγνητικά φαινόμενα.
[λόγ. < γαλλ. magnétisme < magnét(ique) = μαγνητ(ικός) -isme = -ισμός]
- μαγνητίτης ο [maγnitítis] Ο10 : φυσικό ορυκτό, οξείδιο του σιδήρου με μαύ ρο χρώμα και μαγνητικές ιδιότητες· φυσικός μαγνήτης: Aπό παλιά είχε παρατηρηθεί η ιδιότητα του μαγνητίτη να έλκει σιδερένια αντικείμενα.
[λόγ. < γαλλ. magnétite < magnét(ique) = μαγνητ(ικός) -ite = -ίτης]



