Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μα
1.498 εγγραφές [1261 - 1270]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάταιος -η -ο [máteos] Ε5 : 1α. που δεν οδηγεί στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα· (πρβ. ανώφελος): ~ κόπος. Mάταιη προσπάθεια. Είναι μάταιο να περιμένεις· δεν πρόκειται να έρθει. β. που δεν έχει αξία ή μονιμότητα: Ο ~ κόσμος. Όλα μάταια είναι σ΄ αυτό τον κόσμο. 2. (ως ουσ.) το μάταιο: α. ανώφελο αποτέλεσμα: Tο μάταιο των προσπαθειών. β. η προσωρινότητα: Tο μάταιο του κόσμου τούτου. 3. που δεν πραγματοποιείται: Mάταιες ελπίδες. μάταια & (λόγ.) ματαίως ΕΠIΡΡ: Προσπάθησα να τον πείσω αλλά ~.

[λόγ. < αρχ. μάταιος, ματαίως]

[Λεξικό Κριαρά]
ματαιότης η.
  • 1) Το να είναι κ. ανώφελο ή δίχως σκοπό:
    • τα πάντα ματαιότης (Ιστ. Βλαχ. 1337).
  • 2) Φθορά:
    • Η κτίσις υποτάχθη εις την ματαιότητα (Χριστ. διδασκ. 61).

[μτγν. ουσ. ματαιότης. Τ. ‑τητα σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματαιότητα η [mateótita] Ο28 : η ιδιότητα του μάταιου: H ~ της ζωής / των ανθρώπινων πραγμάτων. (απαρχ. έκφρ.) ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης, για να τονιστεί η προσωρινότητα των εγκοσμίων.

[λόγ. < ελνστ. ματαιότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Κριαρά]
ματαιόφρων, επίθ.
  • Ανόητος:
    • Οράς την ματαιόφρονα ορμήν της αβουλίας; (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1474).

[μτγν. επίθ. ματαιόφρων]

[Λεξικό Κριαρά]
ματαιοφωνία η.
  • Κενολογία, ανόητος λόγος:
    • (Βίος Αλ. 3204
    • Τες ασεβέσι ματαιοφωνίες φεύγετε (Χριστ. διδασκ. 105).

[<επίθ. ματαιόφωνος (Ησύχ.) + κατάλ. ‑ία. Η λ. τον 9. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματαιώνω [mateóno] -ομαι Ρ1 : 1. δεν πραγματοποιώ σχεδιασμένη ενέργεια: ~ το ταξίδι / την εκδρομή μου. H πτήση ματαιώθηκε. Mαταιώθηκαν οι εορταστικές εκδηλώσεις λόγω πένθους / κακοκαιρίας. H απεργία αναβλήθηκε, δε ματαιώθηκε. 2. εμποδίζω την πραγματοποίηση μιας ενέργειας: Οι αντάρτες με τη δράση τους προσπαθούν να ματαιώσουν τα κυβερνητικά σχέδια.

[λόγ. < αρχ. μαται(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. rendre vain]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματαίωση η [matéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ματαιώνω: ~ της συνεδρίασης / του συνοικεσίου / της θεατρικής παράστασης.

[λόγ. ματαιω- (δες ματαιώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ματαίωσις `ματαιότητα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ματακά(μ)νω,
βλ. μετακά(μ)νω.
[Λεξικό Κριαρά]
ματακαίω,
βλ. μετακαίω.
[Λεξικό Κριαρά]
ματάκι(ν) το,
βλ. ομματάκι(ν).
< Προηγούμενο   1... 125 126 [127] 128 129 ...150   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες