Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μασχάλη η [masxáli] Ο30α : 1α. κοιλότητα που σχηματίζεται στο εσωτερικό μέρος του άνω άκρου, στο σημείο όπου γίνεται η σύνδεση του βραχίονα με τον κορμό: Tον έπιασε από τις μασχάλες και τον σήκωσε ψηλά. Ξυρίζει τις μασχάλες της. β. ο ευρύτερος χώρος ανάμεσα στον κορμό και στο βραχίονα: Bάζω / κρατώ κτ. κάτω από τη ~. ΠAΡ Δύο καρπούζια* δε χωράνε σε μία ~. 2. το τμήμα του ρούχου που αντιστοιχεί στη μασχά λη: Aνοίγω / μεγαλώνω τις μασχάλες. Ρούχο στενό στη ~. 3. οτιδήποτε μοιάζει στη μορφή ή στη λειτουργία με μασχάλη: H ~ των ζώων, η κοιλότητα που βρίσκεται εκεί που το μπροστινό πόδι ενώνεται με τον κορμό. H ~ των φυτών, η γωνία που σχηματίζεται από το μίσχο και το βλαστό.
[λόγ. < αρχ. μασχάλη]
[Λεξικό Κριαρά]
- μασχάλη η· αμασκάλη· αμασχάλη· μασκάλη.
-
- 1)
- α) Η μασχάλη του ανθρώπινου σώματος:
- (Ερωτόκρ. Β́ 1484), (Φορτουν. Δ́ 537)·
- β) η κοιλότητα μεταξύ της ρίζας των μπροστινών ποδιών και του κορμού του ζώου:
- (Κυνοσ. 5989)·
- γ) η κοιλότητα μεταξύ της ρίζας των φτερών και του κορμού των πτηνών:
- (Ιερακοσ. 40023).
- α) Η μασχάλη του ανθρώπινου σώματος:
- 2) (Μεταφ.) καμπύλη του εδάφους:
- πάτημα φοβιζάμενο στου φρουδιού (ενν. του γκρεμού) τη μασκάλη (Π. Ν. Διαθ. φ. 246r 12).
[αρχ. ουσ. μασχάλη. Ο τ. αμασκ‑ το 15. αι. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μασκ‑ (Βλάχ.) και η λ. και σήμ.]
- 1)