Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρμαρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρμαρώνω [marmaróno] Ρ1α μππ. μαρμαρωμένος : 1. μεταβάλλω κπ. ή κτ. σε μαρμάρινο ή πέτρινο ομοίωμά του: Tότε η μάγισσα, για να τιμωρήσει το βασιλόπουλο, το μαρμάρωσε. Mαρμαρωμένος βασιλιάς, ο Kωνσταντίνος Παλαιολόγος μετά το θάνατό του, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση. Στεκόταν ακίνητος σαν μαρμαρωμένος. 2. (μτφ.) μένω ακίνητος και άφωνος λόγω έντονου συναισθήματος: Mαρμάρωσε από το φόβο του μόλις είδε το λύκο.

[ελνστ. *μαρμαρ(ῶ) (πρβ. ελνστ. παθ. μαρμαροῦμαι (στη σημερ. σημ.), ενεργ. μαρμαρῶ `καλύπτω με μάρμαρο΄) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαρμαρώνω.
  • Καλύπτω με μάρμαρα:
    • αυλές μαρμαρωμένες (Θρ. Κων/π. διάλ. 42).

[μτγν. μαρμαρόω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες