Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μανίζω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Οργίζομαι, θυμώνω:
      • με ταπεινότη αρχίζει να του μιλεί το δίκιο του με δίχως να μανίζει (Ερωτόκρ. Β́ 972).
    • 2) (Προκ. για τους ανέμους και τη θάλασσα) μαίνομαι, φέρομαι ορμητικά:
      • (Ερωτόκρ. Δ́ 1675, 699).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) Αγριεύω· οργίζομαι με κάπ. ή κ.:
      • φοβάσαι … να μην το μάθει ο κύρης μου να πα να σου μανίσει (Ερωτόκρ. Γ́ 1237
      • (μεταφ.):
        • ωσάν το μαύρο νέφαλο που άνεμος το μανίζει (Ερωτόκρ. Β́ 2127).
    • 2) Εχθρεύομαι:
      • στανιό της δεν τηνε ζητώ κι η φύση το μανίζει (Ερωτόκρ. Έ 531).
    • 3) Προκαλώ το θυμό, εξοργίζω:
      • ποιος έκλεψε το 'κόνισμα κι εμάνισέ σε τόσο (Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 32).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = θυμωμένος, οργισμένος:
    • εκείνη εγλάκηξε κι έφυγε μανισμένη (Πανώρ. Ά 363).

[<γ́ πληθ. αορ. εμάνησαν του μαίνομαι. Πβ. παλαιότ. μανίζω (LS Suppl.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ., Παπαδ., Παπαχριστ., Κόμης, κ.α.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες