Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακό το [makó] Ο (άκλ.) : είδος πλεχτού βαμβακερού υφάσματος: Mπλουζάκι / παντελόνι / φούστα από ~. || (επέκτ.) ρούχο από μακό: Φοράει ένα άσπρο ~. || (ως επίθ.): Ένα ~ φουστάνι / πουκάμισο, από μακό ύφασμα.

[αγγλ. maco [má-] < ανθρωπων. Mako (Aιγύπτιος αξιωματούχος), κατά το γαλλ. τονικό πρότυπο]

[Λεξικό Κριαρά]
μακούλης, επίθ.· ουδ. μακούλι.
  • Λογικός, φρόνιμος:
    • Είτι είπει ο παπάς και είτι κάμει μακούλι το στέργομε (Συναδ. φ. 52v).

[<αραβοτουρκ. ma᾽kul. Τ. ‑κκ‑ σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες