Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακροημερεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μακροημερεύω· μακρημερεύω· μακρομερεύω.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Ζω πολλά χρόνια:
      • μακρομερεύουσι και ζούσι πλεοτέρι (Δεφ., Λόγ. 427).
    • 2) Παρατείνομαι:
      • να μακρημερέψει η υπόθεσις (Χρον. Μορ. H 7389).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) Δίνω μακροζωία:
      • Ο Θεός μακροημερεύσῃ την αγίαν σου βασιλείαν (Ψευδο-Σφρ. 35419).
    • 2) Καθυστερώ κάπ.:
      • διά να με μακροημερεύουν …, έμεινεν ατελείωτη η υπόθεσις του ζητήματος (Ιερόθ. Αββ. 336).

[μτγν. μακροημερεύω. Ο τ. μακρη‑ στο Somav. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες