Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακαρονίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακαρονίζω [makaronízo] Ρ2.1α : κάνω μακαρονισμούς.

[λόγ. μακαρον(ισμός) -ίζω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες