Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαθητιώσα [maθitiósa] Ε γεν. μαθητιώσης και μαθητιώσας : (λόγ.) ~ νεολαία, το σύνολο των μαθητών, μαθητική νεολαία: Ο υπουργός παιδείας συνεχάρη τη ~ νεολαία ύστερα από την παρέλαση.
[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. μαθητιῶ `επιθυμώ να μάθω΄ μτφρδ. γερμ. lerneifrig]



