Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγκεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγκεύω [mangévo] Ρ5.2α : (οικ.) γίνομαι μάγκας ή συμπεριφέρομαι σαν μάγκας: Mάγκεψε, βλέπω, κι ο μικρός! Mαγκέψανε τώρα κι οι γυναίκες και τα θέλουν όλα δικά τους. Mάγκεψε και ο γιος μου τώρα και μου ζητάει μηχανάκι.

[μάγκ(ας) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες