Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσσαλίνα η [mesalína] Ο25α : για γυναίκα σκληρή και αδίστακτη, με έντονες και ασυγκράτητες ερωτικές ορμές.
[λόγ. < ιταλ. messalina < λατ. ανθρωπων. Messalina (Ρωμαία αυτοκράτειρα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσσαρία η,
- βλ. μασσαρία.



