Παράλληλη αναζήτηση
| 66 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελίρρυτος -η -ο [melíritos] Ε5 : (λόγ., για λόγο) που είναι πολύ ευχάριστος.
[λόγ. < αρχ. μελίρρυτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελιρρυτοφωνούσα, επίθ. θηλ.
-
- Που μιλεί ή τραγουδά γλυκά, χαριτωμένα:
- (Ερμον. Β 289).
[<επίρρ. μελίρρυτα + φωνώ]
- Που μιλεί ή τραγουδά γλυκά, χαριτωμένα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλισμα το.
-
- Κομμάτι:
- το κριάρι να μελίσεις εις τα μελίσματά του (Πεντ. Έξ. XXIX 17).
[<αόρ. του μελίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κομμάτι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μέλισσα η [mélisa] Ο27 : 1α. υμενόπτερο έντομο που ζει σε κοινωνίες και παράγει το μέλι και το κερί: Tο κεντρί της μέλισσας. Σμήνος / κοινωνία των μελισσών. Σε κάθε κυψέλη υπάρχει η βασίλισσα, οι θηλυκές μέλισσες (εργάτριες) και οι αρσενικές μέλισσες (κηφήνες). Άνθρωπος εργατικός σαν ~. β. ομαδικό, ιδίως κοριτσίστικο, παιχνίδι, που συνοδεύεται από ορισμένο τραγούδι για τη μέλισσα: Παίζουν τη ~. 2. (λαϊκότρ.) το μελισσοβότανο.
[1: αρχ. μέλισσα· 2: μελισσοβότανο με παράλειψη του β' συνθ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέλισσα η.
-
- α) Μέλισσα:
- (Ερωτόκρ. Β́ 958)·
- β) (συνεκδ.) μελίσσι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23318)·
- γ) (μεταφ.) πλήθος στρατού, ασκέρι:
- (Αχέλ. 412).
[αρχ. ουσ. μέλισσα. Η λ. και σήμ.]
- α) Μέλισσα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελίσσι το [melísi] Ο44 : 1α. πλήρης και αυτόνομη κοινωνία μελισσών, συνήθ. τοποθετημένη σε μία κυψέλη: Πουλάει το μέλι που βγάζει από τα μελίσσια του. Στην κουφάλα της ελιάς φώλιασε ένα ~. β. (μτφ.) μεγάλο και θορυβώδες πλήθος ανθρώπων: ~ / σαν το ~ μαζεύτηκε ο κόσμος στην έκθεση βιβλίου. 2. (πληθ.) τόπος όπου είναι τοποθετημένες οι κυψέλες: Πηγαίνει συχνά στα μελίσσια του.
[μσν. μελίσσι < μελίσσιν < ελνστ. μελίσσιον υποκορ. του αρχ. μέλισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελίσσι(ο)ν το· μελίσσι· μελίσσιν.
-
- 1) Σμήνος μελισσών:
- μελίσσι … εις τ’ άνθος μόνον βόσκεται (Κορων., Μπούας 20).
- 2) Κυψέλη:
- Το μελίσσι εάν δεν το τρυγήσουν, το μέλι του δεν το τρώγουν (Βίος Αλ.2 101).
[μτγν. ουσ. μελίσσιον. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. και κυπρ.]
- 1) Σμήνος μελισσών:
[Λεξικό Κριαρά]
- μελισσίθριξ, επίθ.,
- βλ. μελισσόθριξ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μελισσιώνας ο,
- βλ. μελισσών.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελισσο- [meliso] & μελισσό- [melisó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μελισσ- [melis], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στη μέλισσα ή έχει σχέση με αυτήν· ειδικότερα: α. με αναφορά στην εκτροφή της μέλισσας: ~κόμος, ~τρόφος· ~κομείο, ~τροφείο· μελισσουργός. β. (λαϊκότρ.) ~λόι, ~σμάρι, πλήθος από μέλισσες· ~τόπι, σημείο, τόπος γεμάτος μέλισσες. 2. στην κοινή ονομασία φυτών ή ζώων: ~βότανο, μελισσόχορτο· ~φάγος, μελισσόψειρα.
[1β, 2: ελνστ. μελισσ(ο)- θ. του αρχ. ουσ. μέλισσ(α) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. μελισσο-κόμος· 1α: λόγ. < ελνστ. μελισσ(ο)-]



