Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μέζον το,
- βλ. μέτζο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεζονέτα η [mezonéta] Ο25α : διώροφο διαμέρισμα σε πολυκατοικία ή διώροφη μονοκατοικία με εσωτερική σκάλα: Πωλούνται μεζονέτες κοντά στη θάλασσα σε συμφέρουσες τιμές.
[λόγ. < αγγλ. maisonett(e) -α < γαλλ. maisonette `σπιτάκι΄]



