Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυκαυγές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυκαυγές το [likavjés] Ο (βλ. Ε10) (χωρίς πληθ.) : 1. το ημίφως πριν από την ανατολή του ήλιου, το χάραμα· χαραυγή. ANT λυκόφως. 2. (μτφ.) η πρώτη περίοδος, το ξεκίνημα: Tο ~ της ζωής / της ιστορίας.

[λόγ. < ελνστ. λυκαυγές]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go