Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λούμπεν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λούμπεν [lúben] Ε (άκλ.) : ~ προλεταριάτο, το πιο εξαθλιωμένο τμήμα της εργατικής τάξης, κατά τη μαρξιστική θεωρία, που δεν έχει ταξική συνείδηση. || (επέκτ.) για κάθε κοινωνικά εξαθλιωμένο στοιχείο: Στην περιοχή συχνάζουν ~ στοιχεία. || (ως ουσ.).

[λόγ. < γερμ. Lumpen(prole tariat) “κουρελοπρολεταριάτο”]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go