Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λογοσυντυχία
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λογοσυντυχία η.
  • Συνομιλία, συζήτηση:
    • (Λίβ. Sc. 3029).

[<ουσ. λόγος + συντυχία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go