Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λογή η· λοή· πληθ. λογές· γεν. πληθ. λογιώ· λογίων· λογιών· λογών.
-
- (Συν. στη γεν. εν. λο(γ)ής με τη συνοδεία των είντα, κάθε, τι, κ.τ.ό. και πληθ. με τη συνοδεία των πολλώ(ν), εκατόν, κ.τ.ό.)
- 1) Είδος:
- μ’ εθανάτωσε … δίχως κιαμιάς λογής αιτιά (Ερωφ. Γ́ 295)·
- εφέραν πάσα λογήν άρματον τό είχασιν (Μαχ. 42631· 7029), (Πεντ. Γέν. I 25).
- 2) Εξωτερική εμφάνιση, μορφή:
- τ’ όμορφό τζη πρόσωπο χίλιω λογιών εγίνη (Πανώρ. Ά 356· Διήγ. πανωφ. 60)·
- (με επανάληψη):
- Λογιώ λογιώ πολλή φωτιά εξάφτασι στη μίνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4729).
- 3) Έθνος, εθνικότητα:
- φουσσάτα μάζωξεν πάραυθα ο Μιχάλης, Ούγγρους, Σέρβους, Καζάκηδες και πάσα λογής άλλης (Παλαμήδ., Βοηβ. 1150· Ασσίζ. 48312)·
- (με επανάληψη):
- Μιχάλης σύναξεν λογιών λογιών ανθρώπους (Παλαμήδ., Βοηβ. 661).
- 4) Ποιότητα (ηθική ή πνευματική):
- να έχομεν επιμέλειαν ποταπής λογής και καταστάσεως έναι ο διδάσκαλος (Σοφιαν., Παιδαγ. 101).
- 1) Είδος:
- Εκφρ.
- 1) Άλλης (ή αλλής) λο(γ)ής, βλ. άλλος 5 εκφρ. (ε).
- 2) Αλλιάς λογής, βλ. αλλέος.
- 3) Δια καμία λογήν = με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση:
- (Αιτωλ., Μύθ. 228).
- 4) Είντα λογής, βλ. είντα 3β.
- 5) Εις (ή εισέ) (την καλύτερην, καμία, τιτοίαν, κ.τ.ό.) λογήν = με (τον καλύτερο, κανένα, τέτοιο, κ.τ.ό.) τρόπο:
- (Βουστρ. 3017), (Μαχ. 3002), (Αιτωλ., Μύθ. 808), (Μαχ. 59216), (Κυπρ. ερωτ. 9466).
- 6) Έτοιας λογής, βλ. έτοιος 2.
- 7) Κάθε λογής, βλ. κάθε 1 εκφρ.
- 8) Με τούτην την λογήν = με αυτό τον τρόπο:
- (Μαχ. 1214).
- 9) Μιας λο(γ)ής = με τον ίδιο τρόπο:
- (Φορτουν. Πρόλ. 57).
- 10) Τέτοιας λο(γ)ής = με τέτοιο τρόπο, έτσι:
- (Φορτουν. Αφ. 15).
[μτγν. ουσ. λογή. Ο τ. λοή και σήμ. ποντ. και κυπρ. Η λ. και σήμ. στη γεν. εν. και πληθ.]
- (Συν. στη γεν. εν. λο(γ)ής με τη συνοδεία των είντα, κάθε, τι, κ.τ.ό. και πληθ. με τη συνοδεία των πολλώ(ν), εκατόν, κ.τ.ό.)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογής [lojís] & (στον πληθ.) λογιών [lojón] Ο : δηλώνει κατηγορία ή ποιότητα· (πρβ. είδοςII2): Tι ~ άνθρωπος είναι;, τι είδους (καλός, κακός κτλ.); Έχω δύο λογιών κρασί, γλυκό και μπρούσικο, δυο ειδών. Kάθε ~, κάθε είδους. || (συχνά με επανάληψη) ~ ~ ή λογιών λογιών, πολλών και διαφορετικών ειδών: ~ ~ άνθρωποι / ζώα / λουλούδια / φαγητά / φρούτα.
[ελνστ. λογή στη γεν. (εν. και πληθ.) και με επανάληψη]



