Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοίσθια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοίσθια τα [lísθia] Ο : μόνο στη λόγια ΦΡ πνέει τα λοίσθια: α. για κπ. που ψυχορραγεί, που είναι ετοιμοθάνατος: Ο ασθενής / ο τραυματίας πνέει τα ~. β. για κτ. που βρίσκεται στα τελευταία του, που κοντεύει να σταματήσει να υπάρχει, να λειτουργεί κτλ: H κυβέρνηση / το πλυντήριο / το ψυγείο πνέει τα ~.

[λόγ. < αρχ. φρ. τά λοίσθια τοῦ βίου `τα στερνά΄ < λοίσθιος `τελευταίος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες