Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεπτοκαμωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπτοκαμωμένος -η -ο [leptokamoménos] Ε3 : (για άνθρ.) που το σώμα του συνολικά ή κάποια επί μέρους χαρακτηριστικά ή μέλη του είναι λεπτά και σχετικά κομψά. ANT χοντροκαμωμένος: Ψηλή και λεπτοκαμωμένη κοπέλα / γυναίκα. Λεπτοκαμωμένο σώμα / πρόσωπο. Λεπτοκαμωμένη μύτη.

[λόγ. λεπτο- + καμωμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go