Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύνα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κύνα η.
  • Σκύλα:
    • ρίπτει το (ενν. το μερίν) την κύναν (Φλώρ. 383).

[<ουσ. κύνας με αλλαγή γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυνάγχη η [kináni] Ο30 : (ιατρ.) φλεγμονή του φάρυγγα που συνοδεύεται από δυσχέρεια στην αναπνοή και στην κατάποση.

[λόγ. < αρχ. κυνάγχη]

[Λεξικό Κριαρά]
κύνας ο.
  • Σκύλος:
    • Mηδέν μουγκρίσεις προς αυτόν (ενν. τον πτωχόν) και διώξεις τον ως κύναν (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 2394).

[<αρχ. ουσ. κύων. H λ. και σήμ. ως τοπων. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες