Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόκαλον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κόκαλον το· κόκαλο.
  • 1) Κόκαλο:
    • (Θησ. Δ´ [274]
    • τα κόκαλά σου ανάπαψη κάτω στη γην ας βρούσι (Πανώρ. Β´ 478
    • φρ. τρώγω κάπ. ως το κόκαλο = εκμεταλλεύομαι κάπ.:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 779).
  • 2) Ελεφαντοστό:
    • ποτήρια από κόκαλα εγκοσμημένα (Διήγ. Αλ. G 28834).

[<αρχ. ουσ. κόκκαλος με αλλαγή γένους. Η λ. στο Meursius. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες