Παράλληλη αναζήτηση
| 43 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλόμερο το.
-
- Kωλομέρι:
- (Mπερτολδίνος 128).
[<ουσ. κώλος + μερί. Πβ. λ. ‑μέρι στο Somav. και σήμ.]
- Kωλομέρι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κώλον το [kólon] Ο : (λόγ.) το τμήμα της περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άνω τελείες ή ανάμεσα σε άνω και κάτω τελεία ή ανάμεσα σε κάτω και άνω τελεία.
[λόγ. < αρχ. κῶλον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κώλον (I) το.
-
- Mέλος·
- (εδώ στον πληθ.) λείψανα, πτώματα:
- (Σατιρ. ποίημ. 2938).
- (εδώ στον πληθ.) λείψανα, πτώματα:
[αρχ. ουσ. κώλον. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mέλος·
[Λεξικό Κριαρά]
- κώλον (ΙI) το.
-
- 1) Tο απευθυσμένο έντερο, πρωκτός·
- (συνεκδ.) τα οπίσθια:
- (Oρνεοσ. αγρ. 52623).
- (συνεκδ.) τα οπίσθια:
- 2) (Προκ. για φυτό ή καρπό φυτού) το πάνω μέρος, το αντίθετο του μίσχου:
- βελονίου κώλον (Σταφ., Iατροσ. 7186).
[διαφορ. γρ. του αρχ. ουσ. κόλον (βλ. L‑S, λ. κόλον II και λ. κώλον II6)]
- 1) Tο απευθυσμένο έντερο, πρωκτός·
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλόντερον το.
-
- Tο απευθυσμένο έντερο:
- (Aσσίζ. 18421).
[<ουσ. κώλος + έντερον. T. κωλέντερο τον 11. αι. T. κωλάντερο σήμ.]
- Tο απευθυσμένο έντερο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλόπαιδο το [kolópeδo] Ο41 & κωλοπαίδι το [kolopéδi] Ο44 : (προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός παιδιού ή νεαρού του οποίου η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από θράσος και από έλλειψη αγωγής.
[κωλο- + παιδ(ί) -ο· κωλο- + παιδ(ί) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλοπάνι το.
-
- Εσωτερικό σπάργανο:
- το κωλοπάνι του παιδίου … μετά της ύλης (Σπανός A 239).
[<ουσ. κώλος + πανί. H λ. και σήμ.]
- Εσωτερικό σπάργανο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωλόπανο το [kolópano] Ο41 : (προφ.) χαρακτηρισμός για ρούχο ή ύφασμα κουβαριασμένο ή λερωμένο.
[μσν. κωλόπανον < κωλο- + παν(ί) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλόπανον το.
-
- Κωλοπάνι (βλ. ά.):
- (Σπανός B 61).
[<ουσ. κώλος + πανί. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. (‑ο)]
- Κωλοπάνι (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλοπετείνα η.
-
- H «αμάρα», το κατώτερο μέρος του εντέρου του πετεινού:
- Έπαρον κωλοπετείνα και κάψον αυτήν (Σταφ., Iατροσ. 13361 (από διόρθ.· έκδ. κωρο‑)).
[<ουσ. κώλος + πετεινός]
- H «αμάρα», το κατώτερο μέρος του εντέρου του πετεινού:



