Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυανο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυανο- [iano] & κυανό- [ianó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κυαν- [ian], σε μερικές περιπτώσεις όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις. 1. προσδίδει στο β' συνθετικό τα χαρακτηριστικά, την απόχρωση του κυανού χρώματος: κυανόκρανος· κυανόαιμος· ~δερμία· κυανόκερα. 2. σε παρατακτικά σύνθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη παρουσία του κυανού χρώματος και του χρώματος που δηλώνει το β' συνθετικό: κυανόλευκος, κυανέρυθρος.

[λόγ. < αρχ. κυαν(ο)- θ. του επιθ. κυαν(οῦς δες στο κυανός) ως α' συνθ.: αρχ. κυανο-ειδής `σκούρος μπλε΄ & γερμ. cyan(o)-, zyan(o)- < αρχ. κυαν(ο)-: κυάν-ωση < γερμ. Cyanose]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυανόκρανος ο [kianókranos] Ο19 : προσωνυμία στρατιώτη που ανήκει στην ειρηνευτική δύναμη του Οργανισμού Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ): Οι κυανόκρανοι στην Kύπρο / στη Bοσνία.

[λόγ. κυανο- + κράν(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυανόλευκος -η -ο [kianólefkos] Ε5 : γαλανόλευκος. || (ως ουσ.) η κυανόλευκη, η γαλανόλευκη.

[λόγ. κυανο- + λευκ(ός) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυανός -ή -ό [kianós] Ε1 : (λόγ.) γαλάζιος. || (ως ουσ.) το κυανό, το κυανό χρώμα.

[λόγ. < αρχ. κυαν(οῦς) `σκούρος μπλε΄ μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ. (πρβ. και μσν. κυανός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες