Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτιριακός -ή -ό [ktiriakós] Ε1 : που έχει σχέση με το κτίριο ή που αποτελείται από κτίρια: ~ εξοπλισμός. Kτιριακές εγκαταστάσεις. Kτιριακό συγκρότημα.
[λόγ. κτίρι(ον) -ακός]



