Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτηνοβάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνοβάτης ο [ktinovátis] Ο10 θηλ. κτηνοβάτισσα [ktinovátisa] Ο27 & (λόγ.) κτηνοβάτις [ktinovátis] : αυτός που επιδίδεται στην κτηνοβασία.

[λόγ. < ελνστ. κτηνοβάτης· λόγ. κτηνοβάτ(ης) -ισσα, -ις]

[Λεξικό Κριαρά]
κτηνοβάτης ο.
  • Kτηνοβάτης:
    • (Bακτ. αρχιερ. 145).

[<ουσ. κτήνος + βαίνω. H λ. σε σχόλ. (L‑S· πβ. και Lampe, λ. βασία) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες