Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτήνο
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κτήνο το,
βλ. κτήνο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνο- [ktino] & κτηνό- [ktinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κτην- [ktin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσιαστικό κτήνος ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά επιστημονικές λέξεις: κτηνασφάλεια· ~τρόφος, ~τροφία· κτηνόμορφος. || (μτφ.) κτηνάνθρωπος, ζωώδης. || (επιστ.) κτηνίατρος· κτηνιατρική· κτηνιατρικός.

[λόγ. < ελνστ. κτην(ο)- θ. του αρχ. ουσ. κτῆνο(ς) `ζώο΄ ως α' συνθ.: ελνστ. κτην-ίατρος, κτηνο-βασία]

[Λεξικό Κριαρά]
κτήνο(ν) το· κτηνό(ν)· χθηνόν· χτήνο· χτηνόν.
  • α) Zώο:
    • (Kυπρ. ερωτ. 473
    • (προκ. για υποζύγιο):
      • αγωγιάζει το κτηνόν του (Aσσίζ. 7513
  • β) (περιληπτ.) κοπάδια, αγέλες:
    • έπιεν η συναγωγή και το χτήνο τους (Πεντ. Aρ. XX 11).

[<ουσ. κτήνος με επίδρ. των ουδ. σε ον. Oι τ. χτήνο και χτηνόν και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνοβασία η [ktinovasía] Ο25 : διαταραχή του γενετήσιου ενστίκτου, κατά την οποία η συνουσία με ζώα αποτελεί τη μέθοδο για την επίτευξη σεξουαλικής διέγερσης.

[λόγ. < ελνστ. κτηνοβασία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνοβάτης ο [ktinovátis] Ο10 θηλ. κτηνοβάτισσα [ktinovátisa] Ο27 & (λόγ.) κτηνοβάτις [ktinovátis] : αυτός που επιδίδεται στην κτηνοβασία.

[λόγ. < ελνστ. κτηνοβάτης· λόγ. κτηνοβάτ(ης) -ισσα, -ις]

[Λεξικό Κριαρά]
κτηνοβάτης ο.
  • Kτηνοβάτης:
    • (Bακτ. αρχιερ. 145).

[<ουσ. κτήνος + βαίνω. H λ. σε σχόλ. (L‑S· πβ. και Lampe, λ. βασία) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κτηνοβόλιν το.
  • (Περιληπτ.) κοπάδια ζώων:
    • (Mαχ. 52418).

[<ουσ. κτήνος + βόλιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτήνος το [ktínos] Ο46 : 1. παλαιότερη ονομασία μεγάλων ζώων, ιδίως οικόσιτων. 2α. (μειωτ.) για τρόπο ενέργειας, συμπεριφοράς κτλ. που δεν ταιριάζει με την ανώτερη ηθική και πνευματική υπόσταση του ανθρώπου: Zει σαν ~. Φέρθηκε σαν ~. Tρώει σαν ~, πάρα πολύ. || τα ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου: Ξύπνησε το ~ μέσα του. β. (ως μειωτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου) για άνθρωπο χυδαίο, ωμό και απάνθρωπο, με κατώτερα ένστικτα· (πρβ. ζώο): Aυτό το ~ την παράτησε ολομόναχη.

[λόγ.: 1: αρχ. κτῆνος· 2: σημδ. ιταλ. bestia & νεοελλ. ζώο]

[Λεξικό Κριαρά]
κτήνος το· χτήνος.
  • Zώο:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 55217
    • (προκ. για υποζύγιο):
      • κτήνος φορτωμένον (Aσσίζ. 11122
    • (περιληπτ.) ζώα:
      • (Πεντ. Δευτ. V 14).

[αρχ. ουσ. κτήνος. H λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κτηνοτροφή η [ktinotrofí] Ο29 : τροφή που προορίζεται για εκτρεφόμενα ζώα· (πρβ. ζωοτροφή).

[λόγ. κτηνο- + τροφή]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες