Παράλληλη αναζήτηση
| 36 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουραδόμαγκας ο [kuraδómaŋgas] Ο5 : (λαϊκ.) δειλός μάγκας, ψευτόμαγκας.
[κουραδο- + μάγκας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουραδομηχανή η [kuraδοmixaní] Ο29 : (λαϊκ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη και άχρηστου.
[κουραδο- + μηχανή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουράζω [kurázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT ξεκουράζω. 1. προκαλώ κούραση σε κπ.: Mε κουράζει πολύ αυτή η δουλειά. Kουράστηκα να περπατάω τόση ώρα. Δεν πρέπει να κουράζεσαι τόσο / να κουράζεις τον εαυτό σου. H πολλή τηλεόραση κουράζει. || Δε θέλω να ~ τα παιδιά μου, να τους γίνομαι βάρος. || (παθ.) αισθάνομαι κούραση: Οι ηλικιωμένοι κουράζονται εύκολα. Mόλις κουραστείς, πες μου να οδηγήσω εγώ. 2. υποβάλλω κπ. ή κτ. σε μια προσπάθεια που ξεπερνά, σε κάποιο βαθμό, την αντοχή του· καταπονώ: Δεν πρέπει να διαβάζεις τόσο, θα κουράσεις τα μάτια σου. Kουράστηκε η καρδιά του. Mην τον κουράζεις τον άρρωστο. || Mην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μην προσπαθείς να θυμηθείς. 3. για κτ. που μου προκαλεί ενόχληση, δυσφορία, ψυχική κόπωση: Kουράστηκα να ζω μόνη. Mε κούρασε η γκρίνια σου. || Δεν κουράζεται να μιλάει για τα παιδιά της, δε βαριέται. Δε θα κουραστώ να σου επαναλαμβάνω ότι πρέπει να είσαι περισσότερο συνεπής.
[μσν. κουράζω (αρχική σημ.: `τιμωρώ με κούρεμα΄) < αρχ. κουρ(ά) -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουράζω· ακουράζομαι.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Καταπονώ, ταλαιπωρώ:
- στράτα δεν ευρέθηκε ποτέ να με κουράσει (Πανώρ. Ε´ 58).
- 2) Τιμωρώ:
- Οπού λυπάται πολ’τικήν, ο Θεός να τον κουράσει (Σαχλ. Β´ PM 425).
- 3) Κατεργάζομαι:
- κουράζουσι τον κόκκον εις το μέσον (Φυσιολ. (Zur.) XX 3b11).
- 1) Καταπονώ, ταλαιπωρώ:
- Β´ (Αμτβ.) καταπονούμαι, κουράζομαι:
- πεζεύομεν, τι κούρασαν τ’ άλογα (Ιμπ. (Legr.) 908).
- Α´ Μτβ.
- II. (Μέσ.) καταπονούμαι, ταλαιπωρούμαι:
- πολλά ’μαι κουρασμένος (Λίβ. N 3133).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταλαίπωρος:
- στάλαρε, Φετόντε κουρασμένε (Ζήν. Ε´ 249).
[<ουσ. κουρά + κατάλ. ‑άζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- κουράλλιν το,
- βλ. κοράλλιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουραμάνα η [kuramána] Ο25α : είδος ψωμιού που το παρασκεύαζαν ειδικά για το στρατό.
[;]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουραμπιές ο [kurabjés] Ο13 : 1. είδος μικρού γλυκίσματος πασπαλισμένου με άχνη ζάχαρη: Οι κουραμπιέδες είναι παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο γλύκισμα. 2. (μειωτ.) για άντρα νωθρό, άβουλο, ανίκανο να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία.
[τουρκ. kurabiye (αραβ. gurāb) -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουραρία η.
-
- Επιδρομή:
- κουραρίαν … εις το Πιουμπίνο έποικε … κι εκεί πολλούς εφόνευσε (Κορων., Μπούας 20).
[<βεν. coraria (Boerio, λ. coreria)]
- Επιδρομή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουράρω [kuráro] -ομαι Ρ6 : για γιατρό, παρακολουθώ και φροντίζω έναν ασθενή, εφαρμόζοντας την κατάλληλη για την περίπτωσή του θεραπευτική αγωγή.
[ιταλ. curar(e) -ω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουράρω.
-
- Α´ (Αμτβ.) έχω έγνοια· φροντίζω για μια αγαθή πράξη:
- δεν κουράρουσιν, ουδέ ποσώς ψηφούσιν αμέ να τρων, να πίνουσιν (Απόκοπ. (Παναγ.) 547).
- Β´ (Μτβ.) γιατρεύω:
- το κακό τση το πολύ και άμετρο να κουράρω (Φορτουν. Α´ 160).
[<ιταλ. curare. H λ. και σήμ.]
- Α´ (Αμτβ.) έχω έγνοια· φροντίζω για μια αγαθή πράξη:



