Παράλληλη αναζήτηση
| 52 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουδώνω.
-
- (Προκ. για συνουσία) βιάζω:
- (Συναξ. γαδ. 328).
[<ουσ. κούκουδος + κατάλ. ‑ώνω]
- (Προκ. για συνουσία) βιάζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουδωτός, επίθ.
-
- Που έχει κουκκίδες:
- κουκουδωτόν … ρούχον (Πουλολ. 602).
[<ουσ. κουκούδι + κατάλ. ‑ωτός]
- Που έχει κουκκίδες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουές ο [kukués] Ο13 : (προφ.) μέλος ή οπαδός του Kομμουνιστικού Kόμματος Ελλάδας. || κομμουνιστής.
[αρκτικόλ. Κ(ου) Κ(ου) Ε -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουζέλα η,
- βλ. κουκουτσέλα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκούλα η [kukúla] Ο25 : 1. κάλυμμα του κεφαλιού συνήθ. κωνικό, το οποίο: α. προσαρτημένο στο επάνω μέρος ενός ρούχου, χρησιμοποιείται για να προστατεύει το κεφάλι από τη βροχή, το κρύο, τον αέρα: Παλτό / αδιάβροχο με ~. β. ανεξάρτητο από οποιοδήποτε ένδυμα, περιβάλλει ολόκληρο το κεφάλι αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα μάτια, τη μύτη και το στόμα: Tρεις άγνωστοι με κουκούλες μπήκαν στην Tράπεζα. 2. προστατευτικό κάλυμμα: H ~ του αυτοκινήτου, για προστασία από τη σκόνη, τον ήλιο κτλ. || στα καμπριολέ αυτοκίνητα, η πτυσσόμενη σκεπή. 3. (οικ.) στο χταπόδι, μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και το σώμα του.
[μσν. κουκούλλα < υστλατ. cuculla (λατ. cucullus) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκούλα η.
-
- Κουκούλα, σκούφια:
- (Σεβήρ., Σημειώμ. 77α).
[<ιταλ. cuculla. Η λ. στο Du Cange (‑λλα) και σήμ.]
- Κουκούλα, σκούφια:
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκουλάρικος, επίθ.
-
- Yφασμένος από μετάξι δεύτερης ποιότητας:
- όργο κουκουλάρικο (Bαρούχ. 41411).
[<ουσ. κουκούλι + κατάλ. ‑άρικος. H λ. το 10. αι. (Soph., ‑λλ‑) και σήμ.]
- Yφασμένος από μετάξι δεύτερης ποιότητας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκουλάρικος -η -ο [kukulárikos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα, το οποίο έχει υποστεί ειδική επεξεργασία. || (ως ουσ.) το κουκουλάρικο, είδος μεταξωτού υφάσματος και καταχρηστικά βαμβακερού με παρόμοια υφή.
[μσν. κουκουλλάρικος < κουκούλλ(ι) -άρικος (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουκούλι το [kukúli] Ο44 : 1. νηματοειδές περίβλημα της προνύμφης διάφορων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα. 2. (προφ.) ως θετικός χαρακτηρισμός, για κτ. πολύ άσπρο και μαλακό: ~ έγιναν τα σεντόνια / τα χέρια μου.
[μσν. κουκούλλιν < ελνστ. κουκούλλιον < λατ. cucull(us) -ιον (πρβ. κουκούλα) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουκούλι το.
-
- Κουκούλα, σκούφια:
- ήτονε ένας βασταγαρόπουλος … και μήδε κουκούλι εφόριε (Κατά ζουράρη 125).
[μτγν. ουσ. κουκούλλιον (L‑S Suppl.). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Κουκούλα, σκούφια:



